δακρύζω
Spanish (DGE)
llorar δακρύζεις καὶ στενάζεις Apoc.Sedr.12.1, εἰσὶν δὲ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ (del caballo con fiebre) στυγνοὶ καὶ θολοὶ ... καὶ δακρύζουσιν πάντοτε Hippiatr.Lugd.2.
Greek Monolingual
(AM δακρύω, Μ και δακρύζω)
1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου
2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα
3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι»)
νεοελλ.
(για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα, σταγόνα
αρχ.
1. παθ. δακρύομαι
με θρηνούν
2. φρ. α) «δακρύω συμφορᾱς» — δακρύζω για τη συμφορά που μέ βρήκε
β) «δακρύω γόους» — θρηνώ με δάκρυα και φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δακρύω < δάκρυ, ενώ ο τ. δακρύζω < εδάκρυσα, αόρ. του αρχ. ρημ. δακρύω κατά το σχήμα επότισα-ποτίζω, εγύρισα-γυρίζω και ο τ. δακρυώνω < δάκρυ].