πανοικεί
German (Pape)
Greek Monolingual
και πανοικί ΝΑ
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. -ί / -εί (πρβλ. πανδημ-εί / -ί)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανοικεί, ook πανοικί, [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.