πανοικεί

Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

German (Pape)

[Seite 461] mit dem ganzen Hause, Philo. – S. πανοικί.

Greek Monolingual

και πανοικί ΝΑ
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. -ί / -εί (πρβλ. πανδημ-εί / -ί)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανοικεί, ook πανοικί, [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.