μελανόφθαλμος

Revision as of 14:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A black-eyed, Hp.Epid.1.19, Arist.GA779a35, Philostr.Gym.25, Gp.17.2.1.

German (Pape)

[Seite 120] schwarzäugig, Strat. 5 (XII, 5) Schol. Il. 1, 98 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόφθαλμος: -ον, ὁ μέλανας ἔχων ὀφθαλμούς, μαυρομμάτης, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 1. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μελανόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μαύρα μάτια, μαυρομάτης («ἐκλεκτέον μεγαλοφθάλμους, μελανοφθάλμους», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ-όφθαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόφθαλμος: черноглазый Arst., Anth.