νεωλκέω

Revision as of 14:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A haul a ship up on land, Thphr.HP5.7.2, Plb.1.29.3; τὰ σκάφη D.S.20.47: abs., Aristonym. ap. Stob.4.33.29:—Pass., νενεωλκημένα [πλοῖα] Ath.8.350b, cf. Alciphr.1.1: metaph., of a corpse, τὸ -ημένον ἐν τῇ κλίνῃ Phld.Mort.28.

German (Pape)

[Seite 249] das Schiff ins Trockene, ins νεώλκιον ziehen, was mit Walzen, φάλαγγες, geschah; τὰ νενεωλκημένα, Ath. VIII, 350 b; τὰς ναῦς, Pol. 1, 29, 3; Sp., wie Luc., νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε, Mort. D. 22, 2.

Greek (Liddell-Scott)

νεωλκέω: ἕλκω, σύρω, πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, Λατ. subducere navem, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2, Πολύβ. 1. 29, 3· τὰ σκάφη Διόδ. 20. 47· νενεωλκημένα πλοῖα Ἀθήν. 350B· ― τοῦτο ἐγίνετο ὡς καὶ νῦν διὰ τῶν φαλάγγων, τοποθετουμένων ὑπὸ τὸ πλοῖον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tirer des navires à sec.
Étymologie: ναῦς, ἕλκω.

Greek Monotonic

νεωλκέω: μέλ. -ήσω, ρυμουλκώ πλοίο στη στεριά, Λατ. subducere navem, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νεωλκέω: (о судах) вытаскивать на сушу (τὰς ναῦς Polyb.; τὸ πορθμεῖον Luc.; τὰ σκάφη Diod.; ὁλκὰς νεωλκηθεῖσα Plut.).