ὑπόμωρος

Revision as of 14:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A rather stupid or silly, Luc.Icar.29, Ptol.Tetr.163.

German (Pape)

[Seite 1226] etwas dumm, albern, Erkl. von εὐήθης, Schol. Plat. Rep. VII p. 350; Luc. Icarom. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόμωρος: -ον, ὀλίγον τι μωρός, ἢ εὐήθης, Λουκ. Ἰκαρομ. 29, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 163, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu fou, quelque peu sot.
Étymologie: ὑπό, μωρός.

Greek Monolingual

-ον, Α μωρός
ο κάπως μωρός, κουτούτσικος.

Greek Monotonic

ὑπόμωρος: -ον, κάπως ανόητος ή κουτός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόμωρος: глуповатый Luc.