γνωμίδιον

Revision as of 14:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

τό, Dim. of γνώμη, Ar. Eq.100, Nu.321, Luc.Par.42.

German (Pape)

[Seite 498] τό, dim. zu γνώμη, Meinung, Ar. Equ. 100 Nubb. 320; Luc. Paras. 42; Alciphr. 3, 22.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γνώμη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 100, Νεφέλ. 321.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
courte sentence.
Étymologie: dim. de γνώμη.

Spanish (DGE)

-ου, τό
máxima c. matiz despect. o irón. γνωμιδίῳ γνώμην νύξασα Ar.Nu.321, cf. Eq.100, Luc.Par.42, Alciphr.2.19.2.

Greek Monolingual

γνωμίδιον, το (Α) γνώμη
γνωμικό, απόφθεγμα.

Greek Monotonic

γνωμίδιον: τό, υποκορ. του γνώμη III, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γνωμίδιον: τό маленькое изречение, изреченьице Arph., Luc.