ἐξελευθεροστομέω

Revision as of 14:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

strengthd. for ἐλευθ-, S.Aj.1258.

German (Pape)

[Seite 876] freimüthig heraussagen, Soph. Ai. 1237.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελευθεροστομέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐλευθεροστομέω, θαρσῶν ὑβρίζεις κἀξελευθεροστομεῖς Σοφ. Αἴ. 1258.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler librement.
Étymologie: ἐξελεύθερος, στόμα.

Greek Monotonic

ἐξελευθεροστομέω: μέλ. -ήσω, είμαι πολύ «ελεύθερος» στα λόγια, είμαι αθυρόστομος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελευθεροστομέω: говорить свободно, смело Soph.