μαλακύνομαι
Greek Monotonic
μᾰλᾰκύνομαι: Παθ., όπως το μαλακίζομαι, υποχωρώ, κάμπτομαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκύνομαι: быть слабым или вялым Xen., Diod.
μᾰλᾰκύνομαι: Παθ., όπως το μαλακίζομαι, υποχωρώ, κάμπτομαι, σε Ξεν.
μᾰλᾰκύνομαι: быть слабым или вялым Xen., Diod.