μαλακύνομαι

Revision as of 15:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek Monotonic

μᾰλᾰκύνομαι: Παθ., όπως το μαλακίζομαι, υποχωρώ, κάμπτομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκύνομαι: быть слабым или вялым Xen., Diod.