ἀλκᾶς

Revision as of 15:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A v. ἀλκήεις. ἄλκασμα, τό, in pl., deeds of prowess, S.Ichn. 247.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκᾶς: ἴδε ἐν λέξ. ἀλκήεις.

Greek Monolingual

ἀλκάς (-ᾱντος), ο (Α)
δωρικός συνηρημένος τύπος αντί ἀλκήεις.

Greek Monotonic

ἀλκᾶς: Δωρ. αντί ἀλκήεις.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκᾶς: ᾶντος Pind. стяж. = ἀλκήεις.