ἀλεξανεμία
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξανεμία: ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου προφύλαξις, ἀσφάλεια, Πολυβ. Ἀποσπ. 2, 451.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξᾰνεμία: ἡ защита от ветра Polyb.
ἀλεξανεμία: ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου προφύλαξις, ἀσφάλεια, Πολυβ. Ἀποσπ. 2, 451.
ἀλεξᾰνεμία: ἡ защита от ветра Polyb.