ἀσφάλεια

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓σφᾰ́λειᾰ Medium diacritics: ἀσφάλεια Low diacritics: ασφάλεια Capitals: ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Transliteration A: aspháleia Transliteration B: asphaleia Transliteration C: asfaleia Beta Code: a)sfa/leia

English (LSJ)

[φᾰ], gen. ἀσφαλείας, Ion. ἀσφαλείης, ἡ, (ἀσφαλής)
A security against stumbling or falling, ἀσφάλεια πρὸς τὸν πηλόν Th.3.22; steadfastness, stability, ἀσφαλείᾳ.. ἀνόρθωσον πόλιν raise up the city so that it stand fast, S. OT51; κατασκευάζειν τὴν [τῆς πολιτείας] ἀσφάλειαν Arist.Pol.1319b39.
2 assurance from danger, personal safety, A.Supp.495, etc.; τηρεῖν ἀσφάλειαν ἐπιβουλῆς Antipho 2.2.8; ἀσφάλεια τῆς ἐπαναφορᾶς precaution regarding it, And.3.33, cf. Th.4.68, 8.4; ἡ ἰδία ἀσφάλεια, opp. ὁ τῆς πόλεως κίνδυνος, Lys. 31.7; δεηθεὶς τῆς ἀσφαλείας ἔτυχε safe-conduct, Hdt.3.7; ἀσφάλειαν διδόναι, ἀσφάλειαν παρέχειν, X.HG2.2.2, Cyr.4.5.28: freq. with Preps., ἀσφαλείης εἵνεκεν Hdt.4.33; ἀσφαλείας οὕνεκα Ar.Av.293; δι' ἀσφαλείας τὰς πόλεις οἰκεῖν Th. 1.17; τὸ σῶμ' ἐν ἀσφαλείᾳ καθιστάναι, καθεστάναι, Isoc.9.30, X.Hier. 2.10; κατ' ἀσφάλειαν = in safety, Th.4.128; μετ' ἀσφαλείας Id.1.120, Pl. Ti.50b: pl., ἀσφάλειαι = seasons of safety, Isoc.8.21.
3 caution, σῴζονται ὑπ' ἀσφαλείας Alciphr.1.10, cf. Heliod.(?)ap.Orib.46.11.27 and 14.4: in Lit. Crit., circumspection, Demetr.Eloc.287.
4 assurance, certainty, ἀσφάλεια πολλὴ μὴ ἂν ἐλθεῖν αὐτούς Th.2.11; ἀσφάλειαν ἐργάζεσθαι ἀμφοτέροις τὴν γῆν = security for all to till the fields, security for agriculture, X.Cyr.7.4.5.
5 ἀσφάλεια λόγου convincing nature, certainty of an argument, Id.Mem.4.6.15, cf. Ev.Luc. 1.4.
6 as law-term, security, bond, Arr.Epict.2.13.7; pledge, BGU1149.24 (i B. C.): in plural, = Lat. cautiones, Just.Nov.72.6.
7 Pythagorean name for eight, Theol.Ar.56.

Spanish (DGE)

ἀσφαλείας, ἡ
• Alolema(s): ἀσφάλεα SB 6281.18 (III a.C.?)
• Grafía: graf. ἀσφάλια POxy.2666.2.8 (IV d.C.)
• Prosodia: [-φᾰ-]
• Morfología: [jón. gen. ἀσφαλείης Hdt.3.7, 4.133, Hp.Acut.(Sp.) 4]
I 1en sent. físico estabilidad, firmeza para no resbalar o caer ἀσφαλείας ἕνεκα τῆς πρὸς τὸν πηλόν Th.3.22, ἀ. ... πρὸς τὸ μὴ περιρρεῖν I.AI 3.171.
2 seguridad personal op. κίνδυνος Gorg.B 11a.17, τὴν ἰδίαν ἀσφάλειαν σκοποῦνθ' atendiendo a mi propia seguridad D.1.16, ὡς ἂν ... ἀ. δ' ᾖ δι' ἄστεως στείχουσι para que atravesemos la ciudad a salvo A.Supp.495, cf. E.HF 604, Isoc.9.30, Lys.31.7, D.C.38.11.6
medic. estado de fuera de peligro de un enfermo, Hp.Liqu.6, Acut.(Sp.) 3
gener. seguridad ἀσφαλείᾳ τήνδ' ἀνόρθωσον πόλιν pon de nuevo en pie esta ciudad con firmeza S.OT 51, ὁ θυμὸς ἀλγῶν ἀσφάλειαν οὐκ ἔχει E.Fr.1039, κατασκευάζειν (τῆς πολιτείας) τὴν ἀσφάλειαν Arist.Pol.1319b39, δεσμωτήριον ... κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ Act.Ap.5.23, ὅπως τά θ' ἱερὰ καὶ οἱ ἐν αὐτῇ πάντες ἐν ἀσφαλείᾳ ὦσιν OGI 90.21 (Roseta II a.C.)
en sent. milit. de ejércitos, regiones, ciudad μετ' ἀσφαλείας διαλῦσαι τὸ μέλλον (κίνδυνον) destruir con seguridad el peligro inminente Aen.Tact.11.10, ὅτι ... τῇ δὲ χώρᾳ τὴν ἀσφάλειαν αὐτὸς ἀπὸ πάντων τῶν ἐκτὸς παρασκευάσει y que él se encargaría de asegurar la tranquilidad en su país contra todo ataque exterior Plb.4.84.4, cf. Isoc.8.51, Plb.1.32.4
gener. ἐν ἀσφαλείᾳ τὰ χρήματα θησαυρίζειν Hdt.2.121, ἀσφαλείης εἵνεκεν Hdt.4.33, ἀσφαλείας οὕνεκα Ar.Au.293, κατὰ ἀσφάλειαν, μετ' ἀσφαλείας a salvo Th.4.128, Pl.Ti.50b
frec. en Plb. πρὸς ἀσφάλειαν = para seguridad εὐκαιρότατον οἰκοῦσι τόπον ... πρὸς ἀσφάλειαν Plb.4.38.1, cf. 2.30.8, 8.36.7, τείχη πρὸς ἀσφάλειαν I.BI 1.389, τὰ πρὸς τὴν ἀσφάλειαν Plb.6.7.6, τῆς ἀσφαλείας χάριν = a causa de la seguridad Plb.2.5.5, 6.7.4, cf. Plu.Cic.22
tranquilidad, paz ἀσφάλειαν ἐργάζεσθαι ... τὴν γῆν X.Cyr.7.4.5, ἀ. ἔσται ἐν τῇ ἐμῇ πόλει LXX Is.18.4, cf. IG 7.4135.10 (II a.C.), 1Ep.Thess.5.3.
II 1garantía de seguridad τίς ὑπάρξει τοῖς ἀδικουμένοις ἀ.; ¿qué garantía habrá para las víctimas de la injusticia? D.24.99, αἱ πόλεις σοι κηρύττουσιν ἀσφάλειαν καὶ προσίοντι καὶ ἀπίοντι X.Mem.2.1.15, ἀσφάλειαν διδόναι X.HG 2.2.2, ἀσφάλειαν παρέχειν Pl.Cri.45c, X.Cyr.4.5.28
salvoconducto δεηθεὶς τῆς ἀσφαλείης ἔτυχε Hdt.3.7, πομπὴν μετ' ἀσφαλείας παρασχεῖν = proporcionar una escolta con un salvoconducto Plu.Alc.31
derecho de asilo ἀ. τοῖς φεύγουσιν Plb.6.14.8
protección, salvaguardia ὅστις ... ἀσφαλείας δεῖται Th.1.40, cf. 6.87, δοὺς ἑαυτὸν ὑπὲρ ἀσφαλείας poniéndose bajo su protección Plu.Alc.24, πρὸς ἀσφάλιαν τὴν σὴν = para tu protección, POxy.l.c., PAnt.195 (V d.C.), PWash.Univ.46.13 (V d.C.)
custodia ἐν ἀσφαλείᾳ ἔχειν τὸν ... δοῦλον POxy.283.17 (I d.C.), τοὺς φονεύσαντας ... ποιήσατε ἐπ' ἀσφάλειαν εἶναι haced que los asesinos estén bajo custodia, PLond.1309 (VI/VII d.C.).
2 medidas de seguridad, precaución σῴζονται ὑπ' ἀσφαλείας Alciphr.1.10.2, tb. plu. τὰς ἀσφαλείας μάλιστα σκοποῦμεν D.30.21
prudencia δεῖται ... ἀσφαλείης καὶ μετριότητος Hp.Acut.(Sp.) 4.2, δι' ἀσφαλείας ὅσον ἐδύναντο μάλιστα τὰς πόλεις ᾤκουν administraban las ciudades con la mayor prudencia posible Th.1.17, en el empleo de las palabras ἡ δ' ἀ. καὶ τὸ ἀκίνδυνον τῆς (ἰδέας) τοῦ ῥήτορος D.H.Dem.2, cf. Demetr.Eloc.287.
3 en pap. documento de garantía de un precio acordado o una deuda, recibo ἔχομεν παρ' αὐτῶν τὴν ἀσφάλεαν τῆς τιμῆς SB l.c., cf. BGU 472.2.11 (II d.C.), PPetaus 24.8 (II d.C.), ἔγγραπτοι ἀσφάλειαι = garantías por escrito, recibos, contratos, PMich.inv.6189.8 (II d.C.) en ZPE 37.1980.201, cf. BGU 2122.18 (II d.C.)
simpl. garantía, seguridad πρὸς ἀσφάλει[αν] τῆς ὑποδοχῆς τῶν ... νομισματίων POxy.2718.13 (V d.C.), ἀσφάλειαν γράφειν = garantizar por escrito Arr.Epict.2.13.7
fianza Iust.Nou.72.6.
III 1certeza ἀ. πολλὴ ... μὴ ἂν ἐλθεῖν τοὺς ἐναντίους Th.2.11
veracidad ἀ. λόγου X.Mem.4.6.15, cf. Eu.Luc.1.4.
2 n. del número ocho entre los pitagóricos Theol.Ar.56.

German (Pape)

[Seite 381] ἡ, das Feststehen, Sicherheit, bes. Gefahrlosigkeit, Aesch. Suppl. 409; ἀσφαλείᾳ πόλιν ἀνόρθωσον Soph. O. R. 51, mit Festigkeit u. sicherm Rat; den κινδύνοις öfter entgegengesetzt, z. B. Isocr. 2, 36; Xen. Mem. 3, 12, 7; oft Prosa, Her. 3, 7 u. Folgde; bei Thuc. 2, 11 folgt μὴ ἂν ἐλθεῖν τοὺς ἐναντίους; der bloße inf., Xen. Cyr. 7, 4, 5; ἀπὸ τῶν πολεμίων, vor den Feinden, Pol. 3, 97, der ἀσφάλειαι geradezu = feste Plätze braucht, 1, 57. 3, 69; μετ' ἀσφαλείας Plat. Tim. 50 b u. öfter, in Sicherheit; ἀσφάλειαν παρέχεσθαί τινι Crit. 45 d; παρέχειν Xen. Cyr. 4, 5, 28; neben ἐν ἀκινδύνῳ καθιστάναι, auch δοῦναι, bes. sicheres Geleit geben, Hell. 1, 2, 1. 5, 4. 11 u. sonst. Übertr., λόγου, unumstößlicher Beweis, Xen. Mem. 4, 6, 15.

French (Bailly abrégé)

ἀσφαλείας (ἡ) :
I. le fait de ne pas glisser, allure ferme;
II. fig. 1 stabilité;
2 sûreté, sécurité ; τινι ἀσφάλειαν παρέχεσθαι PLAT, παρέχειν XÉN pourvoir à la sécurité de qqn (lui procurer un refuge, un sauf-conduit) ; dans les décrets privilège accordé à certains bienfaiteurs, forme simple d'asylie ; αἱ ἀσφάλειαι période de sécurité;
3 assurance, certitude : ἀσφάλεια λόγου XÉN certitude ; évidence d'un raisonnement.
Étymologie: ἀσφαλής.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφάλεια: ион. ἀσφᾰλείη и ἀσφαλίη
1 безопасность, защита (πρός τι Thuc. и ἀπό τινος Polyb.): ἀσφαλείᾳ ἀνορθῶσαι πόλιν Soph. восстановить безопасность города; ἀσφάλειάν τινι παρέχειν и διδόναι Xen. или παρέχεσθαι Plat. гарантировать неприкосновенность или давать убежище кому-л.; δοῦναι ἑαυτόν τινι ὑπὲρ ἀσφαλείας Plut. бежать (стать) под чью-л. защиту; δεηθεὶς τῆς ἀσφαλείης ἔτυχε Her. он получил право безопасного прохода;
2 безопасный момент (ἐν μὲν ταῖς ἀσφαλείαις - ἐν δὲ τοῖς κινδύνοις Isocr.);
3 безопасное место, убежище (ἐκτὸς τοῦ δεινοῦ εἶναι ὑπὸ ταῖς ἀσφαλείαις Polyb.);
4 уверенность: ἀ. πολλή (ἐστιν) μὴ ἂν ἐλθεῖν ἡμῖν διὰ μάχης Thuc. можно быть уверенным, что они не станут воевать с нами;
5 гарантия, разрешение (ἀσφάλειαν ποιεῖν τινι ἐργάζεσθαι τὴν γῆν Xen.);
6 достоверность, незыблемость, убедительность: ἀ. λόγου Xen. неопровержимый довод.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφάλεια: γεν. ἀσφαλείας, Ἰων. ἀσφαλείης, ἡ, (ἀσφᾰλὴς) τὸ μὴ σφάλλεσθαι ἢ προσκόπτειν ἤ καταπίπτειν ἐν τῷ περιπατεῖν, τὸν ἀριστερὸν μόνον πόδα ὑποδεδεμένοι, ἀσφαλείας ἕνεκα τῆς πρὸς τὸν πηλὸν Θουκ. 3. 22· ἑδραιότης, ἀλλ’ ἀσφαλείᾳ τήνδ’ ἀνόρθωσον πόλιν, ἀνόρθωσον αὐτὴν ἐπὶ ἑδραίων βάσεων ὥστε νὰ μὴ πέσῃ πλέον, Σοφ. Ο. Τ. 51· κατασκευάζειν τὴν τῆς πόλεως ἀσφάλειαν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 2. 2) ἀσφάλεια ἀπὸ κινδύνου, προσωπικὴ ἀσφάλεια, Λατ. securitas, Αἰσχύλ. Ἱκ. 495, κτλ.· τηρεῖν ἀσφ. ἐπιβουλῆς Ἀντιφῶν 117. 15· ἀσφ. τινός, προφύλαξις ἀπὸ τινος, Ἀνδοκ. 27. 37, πρβλ. Θουκ. 4. 68., 8. 4· ἡ ἰδία ἀσφάλεια κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁ τῆς πόλεως κίνδυνος Λυσ. 187. 20· δεηθεὶς τῆς ἀσφ. ἔτυχε, δεηθεὶς περὶ ἀσφαλοῦς διαβάσεως ἔτυχεν αὐτῆς, Ἡρόδ. 3. 7· ἀσφ. διδόναι, παρέχειν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 2, Κύρ. 4. 5, 28· ― συχν. μετὰ προθ., ἀσφαλείης εἵνεκεν Ἡρόδ. 4. 33· ἀσφαλείας οὕνεκα Ἀριστοφ. Ὄρν. 293· δι’ ἀσφαλείας οἰκεῖν Θουκ. 1. 17· ἐν ἀσφαλείᾳ καθιστάναι τινὰ Ἰσοκρ. 194D· ἐν ἀσφ. καταστῆναι Ξεν. Ἱέρ. 2. 10· κατ’ ἀσφάλειαν, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 4. 128· μετ’ ἀσφαλείας ὁ αὐτ. 1. 120, Πλάτ.· πληθ. ἀσφάλειαι, περίοδοι εἰρήνης, Ἰσοκρ. 163C. 3)ἀσφάλεια, βεβαιότης, ἀσφ. πολλὴ μὴ ἐλθεῖν αὐτοὺς Θουκ. 2. 11· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 5. 4) ἀσφάλεια λόγου, πειστικότης, βεβαιότης ἐπιχειρήματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 4· ἴδε ἀσφαλὴς Ι. 4. 5)ὡς νομικὸς ὅρος, ἐνέχυρον, ὁμολογία, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 13, 7.

English (Strong)

from ἀσφαλής; security (literally or figuratively): certainty, safety.

English (Thayer)

ἀσφαλείας, ἡ (ἀσφαλής) (from Aeschylus down);
a. firmness, stability: ἐν πάσῃ ἀσφάλεια most securely, certainty, undoubted truth: λόγων (see λόγος, I:7), τοῦ λόγου, the certainty of a proof, Xenophon, mem. 4,6, 15).
b. security from enemies and dangers, safety: κίνδυνος, Xenophon, mem. 3,12, 7).

Greek Monolingual

η (AM ἀσφάλεια) ασφαλής
1. σταθερότητα, σιγουριά
2. προφύλαξη και προστασία από κίνδυνο
3. εξασφάλιση, διασφάλιση
4. εγγύηση, υποθήκη
νεοελλ.
1. ασφαλιστική εταιρεία
2. ασφαλιστικό συμβόλαιο
3. το ποσό με το οποίο ασφαλίζεται κάποιος
4. η ασφαλιστική εγκοπή του όπλου
5. φρ. α) «ασφάλεια ατυχήματος» — παροχή ασφάλειας για την περίπτωση που αφορά σε πρόσωπα και περιουσιακά στοιχεία
6) «ασφάλεια ζωής» — μέθοδος κατά την οποία αποδίδεται ορισμένο κεφάλαιο στους κληρονόμους του ασφαλισμένου
γ) «ηλεκτρική ασφάλεια» — διάταξη ασφάλειας που διακόπτει το κύκλωμα όταν αυτό έχει υπερφορτωθεί
δ) «Συμβούλιο Ασφάλειας» — το πιο ουσιώδες όργανο του ΟΗΕ, που επιδιώκει την επίτευξη ανακωχών, καταπαύσεων του πυρός και επιτήρηση από διεθνείς παρατηρητές ζωνών όπου είναι πιθανόν να δημιουργηθούν επεισόδια
ε) «Σώματα Ασφαλείας» — οι κρατικές, αστυνομικές κυρίως, υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την επιβολή του νόμου και την τήρηση της τάξης σε μια χώρα
στ) «συλλογική ασφάλεια» — σύστημα με το οποίο τα κράτη έχουν προσπαθήσει να εμποδίσουν ή να σταματήσουν τους πολέμους
μσν.
1. περιορισμός προσώπου σ' ένα χώρο
2. φυλάκιση
αρχ.
1. το να μην παραπατάει, να μη σκοντάφτει κάποιος
2. φρ. «ἡ ἰδία ἀσφάλεια» — η προσωπική ασφάλεια ενός ατόμου
3. ειδική άδεια για να περάσει κανείς σε απαγορευμένη περιοχή
4. «ἀσφάλειαι» — περίοδοι ειρήνης
5. «ἀσφάλεια λόγου» — πειστικότητα ή βεβαιότητα ενός επιχειρήματος.

Greek Monotonic

ἀσφάλεια: γεν. ἀσφαλείας, Ιων. ἀσφαλείης, (ἀσφᾰλής
1. σταθερότητα, ευστάθεια έναντι στο παραπάτημα ή την πτώση, ἀσφάλεια πρὸς τὸν πηλόν, σε Θουκ.· εδραίωση, σταθερότητα, σε Σοφ.
2. ασφάλεια από τον κίνδυνο, προσωπική ασφάλεια, εγγύηση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἀσφάλεια διδόναι, παρέχειν, σε Ξεν.
3. διαβεβαίωση, βεβαιότητα, ἀσφάλεια μὴ ἐλθεῖν αὐτούς, βεβαιότητα ότι δεν θα έρθουν, σε Θουκ.· ἀσφάλεια λόγου, πειστικότητα, βεβαιότητα των επιχειρημάτων, σε Ξεν., Κ.Δ.

Middle Liddell

ἀσφαλής
1. security against stumbling or falling, ἀσφ. πρὸς τὸν πηλόν Thuc.: stability, Soph.
2. assurance from danger, personal safety, security, Hdt., Thuc., etc.; ἀσφ. διδόναι, παρέχειν Xen.
3. assurance, certainty, ἀσφ. μὴ ἂν ἐλθεῖν αὐτούς certainty that they would not come, Thuc.; ἀσφάλεια λόγου the certainty of an argument, Xen., NTest.

Chinese

原文音譯:¢sf£leia 阿-士法累阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:不-動搖 相當於: (בֶּטַח‎)
字義溯源:穩妥,確實,妥當,安全,堅定;源自 (ἀσφαλής)=穩妥的,由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σφάζω)X*=失敗,失足)組成
同源字:1) (ἀσφάλεια)隱妥 2) (ἀσφαλής)隱妥的 3) (ἀσφαλίζω)使隱妥 4) (ἀσφαλῶς)隱妥地
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 穩妥(1) 帖前5:3;
2) 妥當(1) 徒5:23;
3) 確實的(1) 路1:4

English (Woodhouse)

assurance, certainty, safe conduct, safe-conduct, safety, freedom from danger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

firmitas, firmness, strength, 3.22.2, —
securitas, absentia periculi, freedom from danger, safety, 1.17.1,
secure., safely. 1.120.5, [ubi where certam fiduciam, sure confidence interpretantur; cf. Popp. adn. ad Schol. they explain; compare Poppo's note on the Scholiast] 1.137.2, 2.11.3, 2.75.5, 3.12.1, 4.57.4, 4.68.5, 4.128.3, 5.98.1, 5.107.1, 5.111.4, 6.24.2, 6.56.3, 6.78.2, 6.83.2, 8.1.3,
in tuto ponere., to place in safety. 8.4.1, 8.46.2, 8.66.5,
cum securitate, securitatis causa, safely, for the sake of safety, 2.44.3, 3.56.5, 3.82.4, [vulgo commonly ἀσφάλεια] —
praesidium, protection, garrison, 1.33.2, 1.40.2, 3.13.1, 6.59.2, 6.87.5.

Translations

eight

Aari: qaskén-tamars; Abaza: агӏба; Abkhaz: ааба; Adyghe: и; Afar: bacaar; Afrikaans: ag, agt; Ahom: 𑜆𑜢𑜄𑜫; Ainu: ツ゜ペサン; Aiton: ပိတ်; Akan: awɔtwe, awotwe; Aklanon: waeo; Albanian: tetë; Aleut Atka: qamchiing; Attu: qavchiing; Eastern: qamchiing; Alutiiq: inglulgen; Amharic: ስምንት); Apache Western Apache: tsebīī; Arabic: ثَمَانِيَة); Egyptian Arabic: تمانية; Hijazi Arabic: ثَمَنْية; Aragonese: ueito, ueit; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܬܡܵܢܝܵܐ, ܬܡܵܢܹܐ; Classical Syriac: ܬܡܢܝܐ, ܬܡܢܐ; Jewish Babylonian Aramaic: תְּמַנְיָא, תְּמָנֵא; Western Neo-Aramaic: ܬܡܢܝܐ, ܬܡܢ; Archi: мекье; Argobba: ስምንት; Armenian: ութ; Old Armenian: ութ; Aromanian: optu; Assamese: আঠ; Asturian: ocho; Atong: chatgyk; Avar: микьго; Aymara: kimsaqallqu; Azerbaijani: səkkiz; Bactrian: αταο; Balinese: kutus; Banjarese: dalapan; Bashkir: һигеҙ; Basque: zortzi; Bassa: mɛ̀nɛ̌ìn-tã; Belarusian: восем, васьмёра; Bengali: আট; Big Nambas: isatl; Bikol Central: walo; Breton: eizh; Brunei Malay: lapan; Budukh: мийид; Buginese: arua; Bulgarian: осем; Burmese: ရှစ်); Buryat: найман; Carpathian Rusyn: вусям; Catalan: vuit; Valencian: huit; Cebuano: walo; Cemuhî: bwö mu cié wön; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵎ; Central Dusun: walu; Central Sierra Miwok: káw·inṭa-; Chamicuro: pusak; Chamorro: ocho; Champenois: ute; Chechen: бархӏ; Cherokee: ᏧᏁᎳ; Chichewa: sanu'zitatu; Chinese Cantonese: 八; Dungan: ба; Eastern Min: 八; Gan: 八; Hakka: 八, 八; Hokkien: 八; Jin: 八; Mandarin: 八); Northern Min: 八; Teochew: 八; Wu: 八; Xiang: 八; Chinook Jargon: stuxtkin; Chukchi: амӈырооткэн; Chuukese: wanu, wani-, wanichö, wanimön; Chuvash: саккӑр; Classical Nahuatl: chicuēyi; Cornish: eth; Corsican: ottu; Cree: ayinânew, ᐊᔨᓈᓀᐤ; Crimean Tatar: sekiz; Czech: osm; Dalmatian: uapto, guapto, uat; Danish: otte; Dena'ina: łtaqul'i; Dhivehi: އަށް; Dolgan: агыс; Drung: hyvt; Dutch: acht; Dzongkha: བརྒྱད; Eastern Mari: кандаше; Erzya: кавксо; Esperanto: ok; Estonian: kaheksa; Even: дяпкан; Evenki: дяпкун; Extremaduran: ochu; Faroese: átta; Fataluku: kafa; Fijian: walu; Finnish: kahdeksan; Forest Enets: щиззет; French: huit; Friulian: vot; Galician: oito; Garifuna: widü; Ge'ez: ሰማንቱ, ሰማኒ); Georgian: რვა; German: acht; Alemannic German: acht; Gilaki: هشت; Gilbertese: wanua; Gothic: 𐌰𐌷𐍄𐌰𐌿; Greek: οκτώ, η΄; Ancient Greek: ὀπτώ, ὀκτό, ὀκτώ, ἀσφάλεια, ἕδρασμα, η΄; Greenlandic: arfineq pingasut; Guaraní: poapy; Gujarati: આઠ; Haitian Creole: uit; Hausa: takwàs; Hawaiian: walu, ʻewalu; Hebrew: שְׁמוֹנֶה, שְׁמוֹנָה; Higaonon: walo; Hiligaynon: walo; Hindi: आठ), अष्ट, अठ; Hlai: ghou; Hopi: nanal; Hungarian: nyolc; Hunsrik: acht; Icelandic: átta; Ido: ok; Igbo: asato; Ilocano: walo; Indonesian: delapan; Ingrian: kaheksan; Interlingua: octo; Iranun: walu; Irish: ocht; Isnag: walo; Istriot: uoto, uotto; Italian: otto; Japanese: 八, 八つ, Jarai: sơpăn; Javanese: ꦮꦺꦴꦭꦸ; Jeju: ᄋᆢᄃᆞᆸ; Jurchen: jhakun; Kabardian: и; Kabuverdianu: oitu; Kalmyk: нәәмн; Kannada: ಎಂಟು); Kanuri: wusku; Kapampangan: walu; Karachay-Balkar: сегиз; Karelian: kaheksa; Kashubian: òsmë; Kaurna: ngarla; Kazakh: сегіз; Khmer: ប្រាំបី); Khoekhoe: ǁkhaisa; Kinaray-a: walo; Kituba: nana; Komi-Zyrian: кӧкямыс; Kongo: nana; Korean: 여덟, 팔(八); Kurdish Central Kurdish: ھەشت; Northern Kurdish: heşt; Kyrgyz: сегиз; Ladin: ot; Lak: мяйва; Lakota: šaglóǧaŋ; Lao: ແປດ); Latgalian: ostoni, ostonis; Latin: octo; Latvian: astoņi, astoņas; Lezgi: муьжуьд; Ligurian: éutto; Lithuanian: aštuoni, aštuonios; Livonian: kōdõks; Lombard: vòt; Louisiana Creole French: wit; Low German: acht; Lü: ᦶᦔᧆᧈ; Luxembourgish: aacht; Macedonian: осум; Madurese: balluʔ; Maguindanao: walu; Makasae: afo; Makasar: sagantuju; Malagasy: valo; Malay Jawi: لاڤن, دلاڤن, سلاڤن, استا; Rumi: lapan, delapan, selapan, asta; Malayalam: എട്ടു, എട്ട്; Maltese: tmienja; Manchu: ᠵᠠᡴᡡᠨ; Mangarevan: varu; Mansaka: waro; Manx: hoght; Maori: waru; Maranao: walo; Marathi: आठ; Maricopa: supxuk; Marshallese: ralitōk; Mauritian Creole: wit; Mazanderani: هشت; Middle English: eighte; Minangkabau: salapan; Mingrelian: რუო; Mirandese: uito; Mizo: pa-riat; Mòcheno: òcht; Moksha: кафкса; Mon: ဒ္စာံ; Mongolian Cyrillic: найм,; Mongolian: ᠨᠠᠢᠮᠠ, Montagnais: nishuaush, nianeu; Munsee: xáash; Muong: thảm; Nahuatl: chicuei; Nanai: дякпон; Nauruan: aoju; Navajo: tseebíí; Negidal: ӡапкун; Nepali: आठ; Niuean: valu; Nivkh: минр̌; North Frisian Föhr-Amrum and Sylt: aacht; Helgoland: ach; Mooring: oocht; Northern Mansi: нёллов; Northern Thai: ᨸᩯ᩠ᨯ; Norwegian Bokmål: åtte; Nynorsk: åtte; Nuosu: ꉆ; O'odham: gigik; Occitan: uèch, uèit, uòch; Odia: ଆଠ); Ojibwe: nishwaaswi; Old Church Slavonic Cyrillic: осмь; Old English: eahta, æhta, ehta; Old Frisian: achta; Old Javanese: wolu; Old Prussian: astōnei; Orok: ӡапку; Oromo: saddeet; Ossetian: аст; Ottoman Turkish: سكز; Papiamentu: ocho; Pashto: اته; Pennsylvania German: achde, acht; Persian: هشت; Phake: ပိတ်; Piedmontese: eut; Pijin: eit; Polish: osiem, ośmioro; Portuguese: oito; Punjabi: ਅੱਠ); Quechua: pusaq, pusag; Rarotongan: varu; Rohingya: añctho, añcto; Romagnol: öt; Romani: oxto; Kalo Finnish Romani: oȟta; Romanian: opt; Romansch: otg, ot, och; Russian: восемь, восьмеро; S'gaw Karen: ဃိး; Saho: baxar; Sami Inari: käävci; Northern: gávcci; Skolt: kä´hcc; Southern: gaektsie; Samoan: valu; Sanskrit: अष्टन्, अष्ट; Santali: ᱤᱨᱟᱹᱞ; Sardinian: òto, òtu; Campidanese: ottu; Logudorese: otto; Saterland Frisian: oachte; Scots: aicht; Scottish Gaelic: ochd, ochdnar; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏сам; Roman: ȍsam; Shan: ပႅတ်ႇ); Sherpa: བརྒྱད; Sicilian: ottu; Sidamo: sette; Sikkimese: གྱེ; Silesian: uoźym; Sindhi: اَٺَ; Sinhalese: අට; Slovak: osem; Slovene: ósem; Solon: dʒapkʊn; Somali: siddeed; Sorbian Lower Sorbian: wósym; Upper Sorbian: wósom, wosom; Southern Ohlone: taittimin; Southern Spanish: ocho; Sranan Tongo: aiti, ayti; Sundanese: dalapan; Swahili: nane; Swedish: åtta; Sylheti: ꠀꠑ; Tabasaran: миржуб; Tagalog: walo; Tahitian: va'u; Tai Dam: ꪵꪜꪒ; Tai Laing: ပျꧥတ်; Tai Nüa: ᥙᥦᥖᥱ; Tajik: ҳашт; Talysh: həşt; Tamil: எட்டு; Taos: xwíli; Tarantino: uètte; Tashelhit: tam; Tat: həşt; Tatar: сигез; Tausug: walu; Tedim Chin: giat; Telugu: ఎనిమిది; Tetum: ualu; Thai: แปด; Tibetan: བརྒྱད; Tigre: ሰማን; Tigrinya: ሸሞንተ; Tlingit: nas'gadooshú; Tocharian A: okät; Tocharian B: okt; Tok Pisin: etpela; Tongan: valu; Tooro: munaana; Turkish: sekiz; Turkmen: sekiz; Tuvaluan: valu; Tz'utujil: bilaje; Udi: мугъ; Udihe: ʒакпу; Udmurt: тямыс; Ukrainian: ві́сім, восьмеро; Unami: xash; Urdu: آٹھ; Uyghur: سەككىز; Uzbek: sakkiz; Venetian: oto; Veps: kahesa; Vietnamese: tám; Vilamovian: aocht; Volapük: jöl; Võro: katõssa; Votic: kahõsa; Wakhi: at; Walloon: ût; Waray-Waray: walo; Welsh: wyth; West Frisian: acht; Western Bukidnon Manobo: walu; White Hmong: yim; Winnebago: haruwąk; Wolof: juróom ñett; Xhosa: sibhozo; Yagnobi: ашт; Yakan: walu'; Yakut: аҕыс; Yao: msano na tatu; Yao: terrewan ieclyckene; Yiddish: אַכט; Yup'ik: pingayunlegen; Zazaki: heşt; Zhuang: bet; Zou: giet; Zulu: isishiyagalombili; Zuni: ha'elekk'ya