ἀλφιτοπώλης

Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seller of ἄλφιτα, Nicoph.19:—fem. ἀλφῐτό-πωλις, D.L.6.9, 7.168; as Adj., ἀ. στοά flour-market at Athens, Ar.Ec. 682.

German (Pape)

[Seite 112] ὁ, Gerstenmehlverkäufer, Luc. D. Mer. 7, 2; Nicoph. bei Ath. III, 126 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτοπώλης: -ου, ὁ, = ἀλφιταμοιβός, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 1, θηλ. ἡ ἀλφιτόπωλις στοά, ἡ ἀλευραγορὰ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 682.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de harina de cebada Nicopho 9, Luc.DMeretr.7.2.

Greek Monolingual

ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α)
1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης
2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά της Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον(-α) + -πώλης < πωλῶ].

Russian (Dvoretsky)

ἀλφῐτοπώλης: ου ὁ Luc. = ἀλφιταμοιβός.