ἀμπυκτήρ

Revision as of 16:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A horse's bridle, A.Th.461.

German (Pape)

[Seite 129] ῆρος, ὁ, Pferdezaum, Aesch. Spt. 443, nach dem Schol. eigtl. nur das Stirnblatt an demselben, κορυφιστῆρες, προμετωπίδια

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπυκτήρ: ῆρος, ὁ, (ἄμπυξ) τὸ προμετωπίδιον τοῦ χαλινοῦ τῶν ἵππων, Αἰσχύλ. Θ. 461.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
bandeau pour la tête d’un cheval.
Étymologie: cf. ἄμπυξ.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ frontalera de caballo, A.Th.461.

Greek Monolingual

ἀμπυκτήρ (-ῆρος), ο (Α) ἄμπυξ
χαλινάρι, γκέμια αλόγου.

Greek Monotonic

ἀμπυκτήρ: -ῆρος, ὁ (ἄμπυξ), προμετωπίδα του χαλιναριού των αλόγων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπυκτήρ: ῆρος ὁ (конское) оголовье или узда Aesch.