ἀμφοτέρωσε

Revision as of 16:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

Adv.

   A to both sides, γεγωνέμεν ἀ. Il.8.223, 11.6.

German (Pape)

[Seite 146] nach beiden Seiten hin, Il. 8, 223. 11. 6. 12, 287; – sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτέρωσε: ἐπίρρ., πρὸς ἀμφότερα τὰ μέρη, γεγωνέμεν ἀμφ. Ἰλ. Θ. 223, Λ. 6.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers l’un et l’autre lieu.
Étymologie: ἀμφότερος.

English (Autenrieth)

in both directions.

Spanish (DGE)

adv. hacia ambos lados o bandos ἀ. λίθοι πωτῶντο Il.12.287, cf. 8.223, 11.6.

Greek Monolingual

ἀμφοτέρωσε επίρρ. (Α)
(για κίνηση προς τόπο) και προς τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -σε, επιρρ. κατάλ.].

Greek Monotonic

ἀμφοτέρωσε: επίρρ., και στις δύο πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφοτέρωσε: adv. в обе стороны или в обоих направлениях Hom.