ἀνακυλισμός

Revision as of 16:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

German (Pape)

[Seite 194] ὁ, Zurückwälzen, Sp. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακῠλισμός: ὁ, τὸ πρὸς τὰ ἄνω ἢ ὀπίσω κυλίεσθαι, Διον. Ἀρεοπ.: - ἐπὶ χρόνου. Διόδ. 12. 36, ἐκ διορθώσεως τοῦ Λ. Δινδορφ. ἀντὶ -κυκλισμός.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ giro, vuelta Dion.Ar.CH M.3.337D.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακῠλισμός: ὁ досл. вращательное движение вспять, перен. обратное движение (ἐνιαυτοῦ Diod.).