giro
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Latin > German (Georges)
gīro, āvī, ātum, āre, s. gyro.
Spanish > Greek
γῦρος, δίνη, δῖνος, τὸ ἀγχίστροφον, ἀμφιστροφή, ἀνακυκλισμός, ἀνακυλισμός, ἀνακύκλευμα, ἀνακύκλησις, ἀνακύκλωσις, ἀναπόλησις, ἀναστροφή, ἀποστροφή, ἄελλα, ἐκκύλισις, ἑλιγή, ἑλιγμός, ἕλιξις