ἀναπόδεικτος

Revision as of 16:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A not proved, undemonstrated, Lycurg.129, Arist.EN1143b12. Adv. -τως without proof, Plu.CG10.    II of first principles, indemonstrable, Pl.Def.415b, Arist.APr.53b2, 57b33, al.; ἀ. συλλογισμοί, of syllogisms, Chrysipp.Stoic.2.79, al. Adv. -τως S.E.P.1.173, Gal.17(2).160.    2 incapable of proof, Plu.Cor. 20.    III Act., furnishing no proof, PPar.15.3.62, cf. Stoic.2.90.

German (Pape)

[Seite 203] unerweislich, ἀρχή Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; ἀπόφασις Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόδεικτος: -ον, ὁ μὴ ἀποδεδειγμένος, Λυκοῦργ. 166. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 11, 6. ΙΙ. ὁ μὴ ἔχων χρείαν ἀποδείξεως, περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν ἢ ἀξιωμάτων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 1, 7., 2. 5, 3, καὶ ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 173, πρβλ. ἄμεσος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indemostrado λόγος Lycurg.129, φάσις Arist.EN 1143b12, cf. Plb.7.13.2.
2 indemostrable ὑπόθεσις· ἀρχὴ ἀναπόδεικτος Pl.Def.415b, cf. Arist.MM 1197a22, συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.79, 71, αἰτία Plu.Cor.20, de postulados y axiomas, Procl.in Euc.183.16, 181.14, cf. Plu.2.720e.
3 no probatorio ἀντίδικος UPZ 161.61 (II a.C.), cf. 162.6.3, Chrysipp.Stoic.2.90.
II adv. -ως sin prueba τὸ προειρημένον ἀ. ἐρρίφθαι Phld.Rh.p.105Aur., cf. Plu.CG 10, S.E.P.1.173, Gal.17(2).160, Procl.in Euc.193.15, Clem.Al.Strom.2.3.10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόδεικτος, -ον) ἀποδείκνυμι
1. αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, ανεξέλεγκτος
2. αυτός που δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, που είναι από μόνος του αληθινός.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόδεικτος: 1) недоказуемый Arst.;
2) недоказанный Plat., Arst., Plut.