ανεξέλεγκτος

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεξέλεγκτος, -ον)
1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί, μη υποκείμενος σε έλεγχο
2. εκείνος που δεν υπέστη έλεγχο, που δεν εξακριβώθηκε με έλεγχο
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να εξακριβωθεί ή να αναιρεθεί
2. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον καταδικάσει, άμεμπτος, άψογος.