ἀνεπίστρεπτος

Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον, prop.

   A without turning round: hence metaph., indifferent, heedless, πάντων Phld.Herc. 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. -τως Arr.Epict.2.9.4, PMag.Par.1.45: also -τεί or -τί Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, PMag.Lond.121.439.

German (Pape)

[Seite 225] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· ὡσαύτως -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiferente, que no presta atención de pers., c. gen. πάντων Phld.Herc.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.Insom.M.66.1301B
subst. τὸ ἀ. indiferencia τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).
2 adv. -ως sin prestar atención ποιοῦμεν Arr.Epict.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3Ma.1.20, cf. Hsch.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν επιστρέφει πίσω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)
3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα είναι ανεπίστρεπτα»)
4. φρ. «δανεικά και ανεπίστρεφτα»
αρχ.
αμελής, αδιάφορος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίστρεπτος: не оборачивающийся назад: ἀ. φεύγει Plut. он бежит без оглядки.