ἀνεπίστρεπτος
English (LSJ)
ἀνεπίστρεπτον, prop. without turning round: hence metaph., indifferent, heedless, πάντων Phld.Herc. 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. ἀνεπιστρέπτως Arr.Epict.2.9.4, PMag.Par.1.45: also ἀνεπιστρεπτεί or ἀνεπιστρεπτί Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, PMag.Lond.121.439.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiferente, que no presta atención de pers., c. gen. πάντων Phld.Herc.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.Insom.M.66.1301B
•subst. τὸ ἀνεπίστρεπτον = indiferencia τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).
2 adv. ἀνεπιστρέπτως = sin prestar atención ποιοῦμεν Arr.Epict.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3Ma.1.20, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 225] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίστρεπτος: не оборачивающийся назад: ἀ. φεύγει Plut. он бежит без оглядки.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· ὡσαύτως -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.
Greek Monolingual
και -φτος, -η, -ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν επιστρέφει πίσω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)
3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα είναι ανεπίστρεπτα»)
4. φρ. «δανεικά και ανεπίστρεφτα»
αρχ.
αμελής, αδιάφορος.