ἀνθαλίσκομαι

Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A to be captured in turn, i.e. after one has captured others, οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν A.Ag.340; to be convicted in turn, ἀντικατηγορήθη καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.

German (Pape)

[Seite 230] (s. ἁλίσκομαι), dagegen gefangen werden, Dio C.; ἀνθαλοῖεν Aesch. Ag. 331, ist Stanl. Conj. für αὖ θάνοιεν falsch, s. Wellauer.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθᾰλίσκομαι: μέλλ. -αλώσομαι: Παθ.: ἑλὼν καὶ αὐτὸς ἁλίσκομαι, πάσχω ὅπερ ἐποίησα εἰς ἄλλους, εἰ δ’ εὐσεβοῦσι... οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἂν Αἰσχ. Ἀγ. 340· ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος αὐτοῦ καὶ ἀνθεάλω, καὶ κατεδικάσθη καὶ αὐτὸς, Δίων Κ. 36, 23.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἀνθεάλων;
être pris ou convaincu à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

(ἀνθᾰλίσκομαι) 1 ser conquistado o destruido a su vez οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν A.A.340.
2 ser condenado ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος αὐτοῦ καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.4.

Greek Monolingual

ἀνθαλίσκομαι (Α) αλίσκομαι
1. πιάνομαι κι εγώ με τη σειρά μου, παθαίνω ό,τι έκανα σε άλλον
2. διατυπώνεται εναντίον μου κατηγορία από κάποιον που έχω μηνύσει.

Greek Monotonic

ἀνθᾰλίσκομαι: μέλ. -αλώσομαι, Παθ., αιχμαλωτίζομαι με τη σειρά μου, ἁλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθᾰλίσκομαι: быть в свою очередь захваченным: οὔ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν Aesch. став завоевателями, они сами не станут жертвой завоеваний.