ἀπάρτησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hanging from, appendage, τῶν πτερυγίων Arist.GA720b12. 2 attachment, Hp.Art.8 (with v.l. ἀπάρτισις): metaph., dependence, Plot.5.1.2. II detachment, separation, Ph. 1.209.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, das Herabhangen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρτησις: ἡ, κρέμασις, τῶν πτερυγίων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 2. 2) ἐξάρτησις, Κλήμ. Ἀλ. 248. ΙΙ. ἀποχωρισμός, ἀπόσπασις, Φίλων 1. 209.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I colgante, apéndice c. gen. τῶν πτερυγίων Arist.GA 720b12.
II 1separación τέμνεται γὰρ οὐδὲν τοῦ θείου κατ' ἀπάρτησιν Ph.1.209, ἀπάρτησιν ἀπ' ἀλλήλων ἐχόντων Plot.5.1.2.
2 gram. separación, alejamiento en gr. entre el art. y la conj. de un lado y el nombre de otro ἀ. μέν, ὅταν τὸ ἄρθρον μετὰ τοῦ συνδέσμου χωρίζηται Sch.D.T.460.14, 15.
Greek Monolingual
ἀπάρτησις, η (Α)
1. εξάρτηση, προσάρτηση
2. προσκόλληση, σύνδεση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάρτησις: εως ἡ свисание (τῶν πτερυγίων Arst.).