προσάρτηση
From LSJ
Greek Monolingual
η / προσάρτησις, -ήσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. -ήσιος, Α προσαρτῶ
προσκόλληση, προσθήκη
νεοελλ.
η μονομερής πράξη ενός κράτους να υπαγάγει στην εδαφική του κυριαρχία εδάφη που διατελούσαν υπό καθεστώς ανεξαρτησίας, που δεν υπάγονταν στην κυριαρχία άλλου κράτους, που διατελούσαν υπό καθεστώς προτεκτοράτου ή που υπάγονταν στην κυριαρχία άλλου κράτους
αρχ.
(για μυώνες) το μέρος όπου γίνεται η προσκόλληση.