ἀπάρτησις

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάρτησις Medium diacritics: ἀπάρτησις Low diacritics: απάρτησις Capitals: ΑΠΑΡΤΗΣΙΣ
Transliteration A: apártēsis Transliteration B: apartēsis Transliteration C: apartisis Beta Code: a)pa/rthsis

English (LSJ)

ἀπαρτήσεως, ἡ,
A hanging from, appendage, τῶν πτερυγίων Arist.GA720b12.
2 attachment, Hp.Art.8 (with v.l. ἀπάρτισις): metaph., dependence, Plot.5.1.2.
II detachment, separation, Ph. 1.209.

Spanish (DGE)

ἀπαρτήσεως, ἡ
I colgante, apéndice c. gen. τῶν πτερυγίων Arist.GA 720b12.
II 1separación τέμνεται γὰρ οὐδὲν τοῦ θείου κατ' ἀπάρτησιν Ph.1.209, ἀπάρτησιν ἀπ' ἀλλήλων ἐχόντων Plot.5.1.2.
2 gram. separación, alejamiento en gr. entre el art. y la conj. de un lado y el nombre de otro ἀ. μέν, ὅταν τὸ ἄρθρον μετὰ τοῦ συνδέσμου χωρίζηται Sch.D.T.460.14, 15.

German (Pape)

[Seite 280] ἡ, das Herabhangen, Clem. Al.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάρτησις: ἀπαρτήσεως ἡ свисание (τῶν πτερυγίων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάρτησις: ἡ, κρέμασις, τῶν πτερυγίων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 2. 2) ἐξάρτησις, Κλήμ. Ἀλ. 248. ΙΙ. ἀποχωρισμός, ἀπόσπασις, Φίλων 1. 209.

Greek Monolingual

ἀπάρτησις, η (Α)
1. εξάρτηση, προσάρτηση
2. προσκόλληση, σύνδεση.