ἄπνευστος

Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A breathless, ἄ. καὶ ἄναυδος Od.5.456, cf. Theoc.25.271.    2 lifeless, dead, Nonn.D.26.115; without life, φαρέτρη ib.15.269.    II = ἀπνεύματος, τόποι Thphr.CP5.12.7 (Sup.). Adv. -τως, = ἀπνευστί (q.v.), Plu.2.844f.

German (Pape)

[Seite 293] athemlos, nicht mehr athmend, καὶ ἄναυδος Od. 5, 456; Theocr. 25, 271. Aber τόποι ἀπνευστότατοι, ganz windlos, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπνευστος: -ον, (πνέω) μὴ ἀναπνέων, ἄπν. καὶ ἄναυδος Ὀδ. Ε. 456, πρβλ. Θεόκρ. 25. 271 ΙΙ. = ἀπνεύματος. τους ἀπνευστοτάτους τόπους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 7. - Ἐπίρρ. -στως, = ἀπνευστὶ (ὅ ἴδε) Ψευδοπλούτ. 2. 844F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne respire pas, sans souffle.
Étymologie: ἀ, πνέω.

English (Autenrieth)

(πνέω): breathless, Od. 5.456†.

Spanish (DGE)

-ον
I 1exánime, sin aliento ἄ. καὶ ἄναυδος κεῖτ' Od.5.456
muerto Theoc.25.271, Nonn.D.26.115.
2 de cosas inanimado φαρέτρη Nonn.D.15.269.
3 fig. carente del Espíritu Santo βαπτίζειν ... ἀπνεύστοισι λοετροῖς Nonn.Par.Eu.Io 1.33.
II no ventoso, no aireado τόποι Thphr.CP 5.12.7.
III adv. -ως sin respirar Plu.2.844f.

Greek Monolingual

ἄπνευστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αναπνέει
2. αυτός που δεν τον χτυπούν οι άνεμοι
3. αυτός που δεν έχει ζωή, νεκρός.

Greek Monotonic

ἄπνευστος: -ον (πνέω), αυτός που δεν αναπνέει, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπνευστος: бездыханный Hom., Theocr.