ἀπνευστί

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπνευστί Medium diacritics: ἀπνευστί Low diacritics: απνευστί Capitals: ΑΠΝΕΥΣΤΙ
Transliteration A: apneustí Transliteration B: apneusti Transliteration C: apnefsti Beta Code: a)pneusti/

English (LSJ)

Adv. of ἄπνευστος, without breathing, ζῆν Arist.Pr.898b24, Resp.475a23; ἀπνευστὶ ἔχειν = hold one's breath, Pl.Smp. 185d; without drawing breath, Hp.Int.12; λόγους συνείρειν σαφῶς καὶ ἀπνευστὶ D.18.308 (ἀπνευστεί), cf. Thphr. Char.2.9; ἀπνευστὶ ἕλκειν, ἀπνευστὶ ἐκπίνειν, Antiph.74.14, Alex.244.3; without breathing, i.e. lifeless, ἀπνευστὶ κεῖσθαι Plu.2.642d; φεύγειν ἀ. breathlessly, Porph.Chr. 49.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -εί D.18.308 adv.
1 sin tomar aliento, sin respirar πιεῖν Hp.Int.12, SEG 27.571 (Cálcide), cf. Alex.244.3, Plu.2.650b, λόγους συνείρει ... ἀ. D.l.c., βοᾶν μέγα καὶ λέγειν ἀ. Plu.2.788d, φεύγειν Porph.Chr.49, cf. Thphr.Char.2.9, ἕλκειν Antiph.74.14
ἀπνευστὶ ἔχειν = contener la respiración Pl.Smp.185d.
2 sin necesidad de respirar ζῆν Arist.Pr.898b24, Iuu.475a23.
3 sin aliento, sin vida κεῖσθαι Plu.2.642d.

German (Pape)

[Seite 293] ohne Athem zu holen, in einem Zuge, συνείρει λόγους Dem. 328; ἕλκειν Antiphan. Ath. XI, 459 c u. Alex. ib. 502 b; προπίνειν Mel. 94 (V, 171); aber ἀπ. κεῖσθαι, entseelt, Plut. Symp. 2, 9.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 sans reprendre haleine;
2 sans souffle.
Étymologie: ἄπνευστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπνευστί: adv.
1 без дыхания, не дыша (ζῆν Arst.; κεῖσθαι Plut.): ἀ. ἔχειν Plat. задерживать дыхание;
2 не переводя дыхания (λόγους συνείρειν Dem.; προπίνειν τι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπνευστί: ἐπίρρ. τοῦ ἄπνευστος, ἄνευ ἀναπνοῆς, ἔνια διὰ τοῦτο πολύν χρόνον δύνανται ἀπνευστί ζῆν Ἀριστ. Πρβλ. 10. 67, 1, περὶ Ἀναπν. 9. 6· ἀπν. ἔχειν, κρατεῖν τὴν ἀναπνοήν, Πλάτ. Συμπ. 185D: ἐν μιᾷ πνοῇ, λόγους συνείρειν σαφῶς καὶ ἀπν. Δημ. 328. 12· ἀπν. ἕλκειν, ἐκπίνειν Ἀντιφάν. ἐν «Γανυμήδει» 2. 14, Ἄλεξ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 1. 3. ΙΙ. ἄνευ πνοῆς, ἀπν. κεῖσθαι Πλούτ. 2. 642D.

Greek Monolingual

ἀπνευστί) επίρρ.
με μιαν ανάσα, μονορούφι
αρχ.
χωρίς πνοή, χωρίς ανάσα.

Greek Monotonic

ἀπνευστί: επίρρ. του ἄπνευστος· ἀπνεύστως ἔχειν, κρατώ την αναπνοή μου, σε Πλάτ.· χωρίς αναπνοή, χωρίς ανάσα, σε Δημ.

Middle Liddell

Adv. of ἄπνευστος, ἀπ. ἔχειν to hold one's breath, Plat.; without drawing breath, Dem.

English (Woodhouse)

in a breath

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)