ἀπίμελος

Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον, (πῑμελή)

   A without fat, not fat, Diocl.Fr.136, Arist.HA 519b8, PA675b11, al.: Comp. -ώτερος ib.672a23: Sup. -ώτατος HA 520a19.

German (Pape)

[Seite 291] dasselbe, Ath. III, 116 e, Ggstz πίων; Arist. im comp. ἀπιμελώτερος, H. A. 3. 14. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπίμελος: -ον, (πῑμελὴ) ὁ μὴ ἔχων πιμελήν, ὁ ἄνευ πάχους,

Spanish (DGE)

-ον
no graso, sin grasade las membranas animales, Arist.HA 519b8, cf. GA 727a33, PA 675b11.

Greek Monolingual

ἀπίμελος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λίπος, ο άπαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πιμελή «λίπος, πάχος»].

Russian (Dvoretsky)

ἀπίμελος: (ῑ) лишенный жира, нежирный Arst.