ἀπόστα

Revision as of 17:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

for ἀπόστηθι, aor. 2 imper. of ἀφίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόστα: ἀντὶ ἀπόστηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ ἀφίστημι.

French (Bailly abrégé)

v. ἀφίστημι.

Spanish (DGE)

v. ἀφίστημι.

Greek Monolingual

κ. ξαπόστα επίρρ. [ιταλ. a posta]
επίτηδες, εσκεμμένα.

Greek Monotonic

ἀπόστα: αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του ἀφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόστα: (= ἀπόστηθι) imper. aor. 2 к ἀφίστημι.