ἀρσενογενής

Revision as of 17:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A male, γένος A.Supp.818 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 361] altatt. = ἀῤῥενογενής, u. so ä.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενογενής: -ές, ἄρρην, γένος Αἰσχύλ. Ἱκ. 818.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
du sexe masculin.
Étymologie: ἄρρην, γένος.

Spanish (DGE)

-ές masculino, viril γένος A.Supp.818.

Greek Monolingual

ἀρσενογενής, -ές (Α)
ο ανδρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -γενής < γένος].

Russian (Dvoretsky)

ἀρσενογενής: мужского пола, мужской (γένος Aesch.).