ἀστεΐζομαι

Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A write or talk wittily or eloquently, Str.13.4.11, J.Ap.2.9, Demetr.Eloc.149, Plu.Marc.21; talk speciously, Ph.2.123:—Act. in St.Byz. s.v. ἄστυ.

German (Pape)

[Seite 375] dep. med., sich wie ein Städter, wie ein seiner, witziger Mensch betragen, so sprechen, περί τινος Plut. Marcell. 21. – Das act. ἀστεΐζω führt St. B. v. ἄστυ an.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεΐζομαι: ἀποθ. ἀστειολογῶ, εὐφυολογῶ, Πλουτ. Μάρκελ. 21. τὸ ἐνεργ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. ἄστυ· προσέτι, ἀστειεύομαι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1057, Εἰρ. 369: - ἀστειορρημονέω, Ζωναρ.· - καθ’ Ἡσύχ. «ἀστεϊζόμενος· ὡραϊζόμενος»· - κατὰ τὰ Α. Β. 454. 14, «ἀστεΐζεσθαι, τὸ χαριεντίζεσθαι» καὶ κατωτέρω, «ἀστεΐζεται, ὡραΐζεται, κομψεύεται».

French (Bailly abrégé)

parler habilement, adroitement.
Étymologie: ἀστεῖος.

Greek Monolingual

(AM ἀστεΐζομαι) αστείος
γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω.

Greek Monotonic

ἀστεΐζομαι: αποθ., μιλώ ευφυώς, αστειεύομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεΐζομαι: рассуждать по-городскому, т. е. тонко (περί τινος Plut.).