αστειεύομαι
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
(AM ἀστειεύομαι)
μιλώ με τρόπο αστείο και ευχάριστο, όχι σοβαρά
νεοελλ.
φρ. αστειεύεσαι
φανερώνει έντονη άρνηση ή κατάφαση
αρχ.
μιλώ ή γράφω με εξυπνάδα και πειστικότητα.