ἀσμενιστός

Revision as of 17:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A acceptable, welcome, S.E.M.11.85, Plot.6.7.30, Them.Or.16.205c; τινί J.AJ19.6.4.

German (Pape)

[Seite 372] beliebt, angenehm, Cic. Att. 2, 9; Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμενιστός: -ή, -όν, = ἀσπαστός, εὐχάριστος, εὐπρόσδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se recibe con alegría, grato, aceptable Cic.Att.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.AI 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.Paed.1.3.81, πάθος S.E.P.3.184, κίνημα S.E.M.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.Or.31.355a, cf. 16.205c.

Greek Monolingual

ἀσμενιστός, -ή, -όν (Α) ασμενίζω
ο ευχάριστος, ο ευπρόσδεκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσμενιστός: приятный (ἀγαστὸς καὶ ἀ. Sext.).