βαλλήν

Revision as of 17:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ (not βαλήν Hdn.Gr.2.923),

   A king, A.Pers.657, S.Fr.515. —Prob. Phrygian word acc. to Hsch., but Thurian acc. to Hermesianax Hist. ap. Ps.-Plu.Fluv.12.4: βαλληναῖον ὄρος, = βασιλικόν (in Phrygia) and βαλλήν, a fabulous precious stone, Ps.-Plu.Fluv.12.3,4.

German (Pape)

[Seite 429] s. βαλήν.

Greek (Liddell-Scott)

βαλλήν: ὁ, (οὐχὶ βαλὴν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 17, Ἀρκάδ. 9), βασιλεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 658, Σοφ. Ἀποσπ. 144. (Λέξις Φρυγική, πιθανῶς συγγενὴς τῇ Ἑβρ. Baal, Bel (κύριος), πρβλ. Ἡσύχ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 313).

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
roi.
Étymologie: mot phrygien.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βαλήν A.Pers.657, Hsch.
1 rey, soberano, βαλήν, ἀρχαῖος βαλήν ἴθι ἱκοῦ soberano, antiguo soberano ven, muéstrate A.l.c., ἰὼ βαλλήν S.Fr.515, interpretado como ἰὼ βασιλεῦ en S.E.M.1.313, cf. Hdn.Gr.2.923, voz de orig. frigio según Hermesian.Hist.1, cf. Hsch.
2 n. aplicado a la piedra del monte Βαλληναῖον Hermesian.Hist.1.

• Etimología: Quizá prést. frig.

Greek Monolingual

βαλλήν και βαλήν, ο (Α)
1. βασιλιάς
2. ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο συσχετισμός του τ. βαλλήν με λατ. dēbilis «ανάπηρος, ασθενής» ή με το χαρ. Α' wal- ή Β' walo «βασιλιάς» ή, τέλος, με υποθετικό αραμ. ba'lēna «κύριός μας» δεν φαίνεται δυνατός].

Greek Monotonic

βαλλήν: ὁ, βασιλιάς, σε Αισχύλ. [πιθ. προέρχεται από το Baal, Bel (= κύριος), εβραϊκές λέξεις].

Russian (Dvoretsky)

βαλλήν: ὁ v. l. = βαλήν.