βαρυόργητος

Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A exceeding angry, Πιερίδες AP5.106 (Phld.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυόργητος: -ον, ὁ βαρέως, σφοδρῶς ὠργισμένος, Ἀνθ. II. 5. 107

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui éprouve une violente colère.
Étymologie: βαρύς, ὀργάω.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠόργητος) -ον que se irrita gravemente Πιερίδες AP 5.107 (Phld.).

Greek Monotonic

βᾰρῠόργητος: -ον (ὀργάω), υπερβολικά θυμωμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυόργητος: сильно разгневанный, гневный (Πιερίδες Anth.).