βουπομπός

Revision as of 17:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

όν,

   A celebrated with a procession of oxen, ἑορτή Pi.Fr.193.

German (Pape)

[Seite 459] ἑορτή, mit einem Rinderfestzug, Pind. frg. 205.

Greek (Liddell-Scott)

βουπομπός: -όν, ἑορταζόμενος διὰ πομπῆς βοῶν, ἑορτὴ Πίνδ. Ἀποσπ. 205.

English (Slater)

βουπομπός, -ον
   1 with a procession of oxen (for sacrifice) πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπός (a sacrifice of oxen opened the Pythian games) fr. 193.

Spanish (DGE)

-όν
celebrado con una procesión de toros ἑορτά Pi.Fr.193.

Greek Monolingual

βουπομπός, ο (Α)
φρ. «βουπομπὸς ἑορτή» — εορτή με πομπή βοδιών.

Russian (Dvoretsky)

βουπομπός: справляемый с участием священных быков (ἑορτά Pind.).