βραχύστομος

Revision as of 17:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A with narrow mouth, λιμήν Str.14.1.24; ἀγγεῖα Plu.2.47e.

German (Pape)

[Seite 462] mit enger Mündung, λιμήν Strab. XIV, 641; ἀγγεῖον Plut. de audit. 10 M.

Greek (Liddell-Scott)

βραχύστομος: -ον, ὁ ἔχων στενόν, μικρὸν στόμα, Στράβων 641, Πλούτ. 2. 47Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à bouche ou à ouverture étroite.
Étymologie: βραχύς, στόμα.

Spanish (DGE)

-ον
de boca estrecha λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.

Greek Monolingual

βραχύστομος, -ον (Α)
(για λιμάνι) με στενό στόμιο ή στενή είσοδο.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύστομος: с узким отверстием или горлом (ἀγγεῖον Plut.).