γιγγλυμώδης

Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ες,

   A = γιγγλυμοειδής, Arist.HA529a32.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμώδης: -ες, (εἶδος)= γιγγλυμοειδής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22.

Spanish (DGE)

-ες
zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες charnela o juntura de los bivalvos αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.HA 529a31.

Greek Monolingual

γιγγλυμώδης, -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])
ο γιγγλυμοειδής.

Russian (Dvoretsky)

γιγγλυμώδης: имеющий вид сочленения Arst.