γερόντιο

Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 486] sagt der Schthe Ar. Th. 1199 für

Greek Monolingual

το (AM γερόντιον)
γεροντάκι, γεράκος
αρχ.
η γερουσία τών Καρχηδονίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γέρων (-οντος)].

Russian (Dvoretsky)

γερόντιο: в произнош. скифа Arph. = γερόντιον 1.