γεώργημα

Revision as of 18:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A operations of husbandry, Pl.Lg.674c.

German (Pape)

[Seite 488] τό, beackertes Land, im plur. Plat. Legg. II, 674 c.

Greek (Liddell-Scott)

γεώργημα: τό, κεκαλλιεργημένη γῆ, Πλάτ. Νόμ. 674C.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. cultivos, trabajos de agricultura τακτὰ δὲ τά τ' ἄλλ' ἂν εἴη γεωργήματα y los restantes cultivos estarían reglamentados Pl.Lg.674c, τὰ τῶν ἀνθρώπων γεωργήματα Epiph.Const.Haer.52.1.2.

Greek Monolingual

το (AM γεώργημα) γεωργώ
ο καλλιεργημένος αγρός
αρχ.-μσν.
1. ο καρπός της γης
2. πληθ. η συγκομιδή
αρχ.
πληθ. οι γεωργικές ασχολίες.

Russian (Dvoretsky)

γεώργημα: ατος τό обрабатываемая земля Arst.