γεωργώ

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM γεωργῶ, -έω) γεωργός
καλλιεργώ τη γη, είμαι γεωργός
αρχ.-μσν.
καλλιεργώ, προάγω, βελτιώνω
αρχ.
1. παράγω
2. ασχολούμαι συστηματικά με κάτι
3. αποκομίζω κέρδος.