γεωργώ

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

(-έω) (AM γεωργῶ, -έω) γεωργός
καλλιεργώ τη γη, είμαι γεωργός
αρχ.-μσν.
καλλιεργώ, προάγω, βελτιώνω
αρχ.
1. παράγω
2. ασχολούμαι συστηματικά με κάτι
3. αποκομίζω κέρδος.