διάκτωρ

Revision as of 18:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = διάκτορος, βούταν δ. AP10.101 (Bianor); διάκτορσι· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διάκτωρ: -ορος, ὁ, = τῷ διάκτορος, βούταν δ. Ἀνθ. Π. 10.101.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
1 guía, conductor (δάμαλις) βούταν μὲν τρομέουσα διάκτορα AP 10.101 (Bianor)
διάκτορσιν· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν Hsch.
2 mensajero epít. de Hermes, Sch.Pi.O.8.106b, de Hermes-Tot Suppl.Mag.42.23, cf. Hsch., Sud.

Greek Monolingual

διάκτωρ, ο (Α)
ο διάκτορος.

Greek Monotonic

διάκτωρ: -ορος, ὁ = το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διάκτωρ: ορος ὁ проводник Anth.