διάκτορος
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ὁ, epithet of Hermes in Hom., διάκτορος Ἀργεϊφόντης Il.2.103, Od.5.43, etc.; διάκτορος alone, ib.12.390, 15.319; Ζηνὸς διάκτορος AP13.2 (Phaedim.): variously expld. by ancient writers, cf. Nessas 2, Corn. ND16, EM268.10, Eust.182.8, etc.: apptly. taken as minister, = διάκονος, by A.Pr.941; as messenger (διάγων ἀλλελίας), by later poets, ὄρνι Διὸς διάκτορος, of the eagle, AP7.161 (Antip.Sid.); applied to Iris by Nonn.D.31.107; to Athena, ib.30.250 (so perhaps of Athena's owl, Call. Fr.164; πολέμων διάκτορος, of a poet, Luc.Alex.33); cf. συνδιάκτορος: used as neut. Adj., διάκτορα δηϊοτῆτος ἔγχεα Nonn.D.39.82: cf. διάκτωρ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1epít. de Hermes mensajero o conductor de las almas ἀργεϊφόντης Il.2.103, cf. 24.339, Od.1.84, 8.335, Hes.Op.68, h.Merc.514, IP 324.19 (II d.C.), Orph.H.28.3, Colluth.122, Ζηνὸς ὦ διάκτορε AP 13.2 (Phaedim.), με διάκτορον εἵσατο (habla Hermes) IP 183.3 (heleníst.)
•aplicado posteriormente a otros seres mitológicos como mensajero, servidor dud. de la lechuza de Atenea, Call.Fr.519, del águila de Zeus AP 7.161 (Antip.Sid.), Ζηνὸς ἐπειγομένοιο διάκτορον Nonn.D.31.107, Ἑωσφόρος ὁ δ. ἁμέρας Synes.Hymn.8.42
•tb. ref. a pers. e inanimados πολέμων ... δ. de un poeta, Luc.Alex.33, βασιλῇ δ. ἦεν ὁδεύων AP 16.39 (Arab.), θαλασσαίοιο διάκτορα δηιοτῆτος ἔγχεα Nonn.D.39.82, (λόγος) ὁ δ' ἐν προφορᾷ δ. καὶ ὀργανικός Plu.2.777b
•interpr. el epít. de Hermes de diversas formas, rel. c. διάγω como dios psicopompo ὁ διάγων τὰς τῶν τελευτώντων ψυχάς Nessas 2 B, como mensajero ὁ διάγων τὰς ἀγγελίας Sch.Od.12.390, δ. κέκληται ... ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰ νοήματα ἡμῶν εἰς τὰς τῶν πλήσιον ψυχάς Corn.ND 16, como διάτορος Corn.ND 16, Sch.Od.5.43, rel. c. κτέρεα Zonar.
•δ.· εἰρηνικός Hsch.
2 servidor πάντας ... νάματος ἐπλήσαντο διάκτοροι Nonn.Par.Eu.Io.2.7, εὐσεβίης δ. IAphrodisias 2.155 (V/VI d.C.)
•discípulo Χριστοῖο Nonn.Par.Eu.Io.18.26, cf. διάκτωρ.
3 intérprete Hsch., EM 268.10G.
• Etimología: Dud.: ¿tematización de διάκτωρ metri causa? ¿o comp. sobre κτέρας q.u., c. el sent. ‘dispensador de riquezas’? ¿o sobre κτέρες· νεκροί Hsch.?
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
messager ; en gén. serviteur.
Étymologie: DELG aucune étym. sûre ; sens exact déjà ignoré dans l'Antiquité.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάκτορος -ον, ὁ meestal subst bode, spec. van Hermes gebruikt.
German (Pape)
ὁ, öfters bei Homer. stets als Bezeichnung des Hermes, in folgenden Stellen: Versende nominativ. διάκτορος ἀργειφόντης ohne den Namen Hermes Il. 21.497, 24.339, 378, 389, 410, 432, 445, Od. 5.43, 75, 94, 145, 8.338, 24.99; Versende dativ. διακτόρῳ ἀργειφόντῃ ohne den Namen Hermes Il. 2.103; Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα διάκτορον ἀργειφόντην Od. 1.84; ἡ δ' ἔφη Ἑρμείαο διακτόρου αὐτὴ ἀκοῦσαι Od. 12.390; Versanfang Ἑρμείαο ἕκητι διακτόρου Od. 15.319; Ἑρμεία Διὸς υἱὲ διάκτορε, δῶτορ ἑάων Od. 8.335. Über die Ableitung und Bedeutung des Wortes vgl. Buttmann Lexilog. 1.217 sqq Nitzsch Anmerk. zur Od. 1.84, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 227. Die wahrscheinlichste unter allen Erklärungen ist doch wohl noch immer die, daß διάκτορος, Nebenform zu διάκτωρ, von διάγω abzuleiten sei, ὁ διάγων τὰς ἀγγελίας, »der (Götter-)Bote«, s. Apoll. Lex.Hom. p. 58, 17. Zu dieser Erklärung stimmt auch das vortrefflich, daß die vorherrschende Verbindung bei Homer διάκτορος ἀργειφόντης ist; diese Verbindung erscheint bei Homer vierzehnmal ohne den Namen Hermes, einmal mit dem Namen Hermes, im Ganzen also fünfzehnmal; daneben gibt es nur noch drei vereinzelte Stellen, deren jede das Wort in einer andern besonderen Verbindung bringt. Also διάκτορος ἀργειφόντης als Versende ist die einzige stehende, altertümliche Formel bei Homer. Es heißt aber nach der ohne Zweifel richtigen Erklärung alter Grammatiker ἀργειφόντης »der schnell und deutlich berichtende«, ὁ ταχέως καὶ τρανῶς ἀποφαινόμενος, vgl. s.v. ἀργειφόντης. Also διάκτορος ἀργειφόντης = »der schnell und deutlich berichtende (Götter) Bote«. – Hes. O. 68 Ἑρμείαν ἤνωγε διάκτορον ἀργειφόντην; vs. 77 ohne den Namen Hermes διάκτορος ἀργειφόντης Versende. – Homeric. h.Vener. 148 ἀθανάτοιο δ' ἕκητι διακτόρου ἐνθάδ' ἱκάνεις, Ἑρμέω; vs. 214 ohne den Namen Hermes διάκτορος ἀργειφόντης Versende; hymn. Mercur. 392 ζητεύειν, Ἑρμῆν δὲ διάκτορον ἡγεμονεύειν; vs. 514 Δείδια, μαιάδος υἱέ, διάκτορε, ποικιλομῆτα. – Bei Callim. frg. 164 heißt die Eule δ. als Botin der Athene; der Adler Διὸς δ. Antip.Sid. 92 (VII.161); Sp., wie Luc. cont. 1 auch = ψυχοπομπός. Bei Nonn. Paraphr. Io. überhaupt = Bote; adjektiv. ἔγχεα διάκτορα δηϊοτῆτος D. 39.82.
Russian (Dvoretsky)
διάκτορος: ὁ
1 посланник, вестник, гонец (эпитет Гермеса) Hom., Hes.: Διὸς δ. Anth. = ἀετός;
2 Luc. = ψυχοπομπός.
English (Autenrieth)
runner, guide; epithet of Hermes as messenger of the gods and conductor of men and of the shades of the dead, Il. 24.339, Od. 24.1. (Formerly connected with διάγω, now generally with διώκω. The traditional derivation is not less probable because more obvious.)
Greek Monolingual
διάκτορος, -ον (Α)
1. (επίθ. του Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός
2. διάκονος, υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως επίθετο χρησιμοποιήθηκε αργότερα για να προσδιορίσει τη λ. έγχεα. Η πρώτη σημασία της λ. είναι άγνωστη από πολύ παλιά. Στον Αισχύλο χρησιμοποιήθηκε με σημασία παραπλήσια του «διάκονος», ενώ μεταγενέστερη είναι η χρήση της λ. με σημασία «αγγελιαφόρος», που επιβεβαιώνεται και από την γλώσσα του Ησυχίου «από του διάγειν τας αγγελίας
ή οίον διακτόρως και σαφώς διαλεγόμενος». Οπωσδήποτε ο τ. διάκτορος δεν είναι παράγωγος του διάγω προς δήλωση του ενεργούντος προσώπου. Η άποψη ότι το β' συνθετικό -κτορος < κτέρας, οπότε η λ. θα σήμαινε τον «διανεμητή του πλούτου», παραμένει αναπόδεικτη, όπως επίσης και η αναγωγή του σε τ. «κτέρες
νεκροί» (Ησύχιος) με σημασία «ο θεός τών νεκρών», εφόσον το κτέρες θεωρήθηκε επινόηση τών γραμματικών για να εξηγηθεί το κτέρεα «οι αποδιδόμενες τιμές στον νεκρό». Τέλος, ελάχιστα πιθανή φαίνεται η προέλευση του διάκτορος < δια-ακτ-τορος «ο πορθμεύς». Ο αθέματος τ. διάκτωρ, που μαρτυρείται και στη γλώσσα του Ησυχίου «διάκτορσι
ηγεμόσι, βασιλεύσι», αποτελεί υστερογενή σχηματισμό (πρβλ. διάκων-διάκονος)].
Greek Monotonic
διάκτορος: ὁ, επίθ. του Ερμή, Αγγελιοφόρος ή Διάκονος του Δία, σε Όμηρ. (πιθ. παραπλήσιο προς το διάκονος).
Greek (Liddell-Scott)
διάκτορος: ὁ, τὸ σύνηθες ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ παρ’ Ὁμ., διάκτορος Ἀργεϊφόντης Ἰλ. Β. 103, Ὀδ. Ε. 43, κτλ.· ἀλλὰ μόνον διάκτορος, ἐν Ὀδ. Μ. 390, Ο. 319. Ἡ σημασία τῆς λέξεως ἀμφισβητεῖται. Ἡ συνήθης αὐτῆς παραγωγὴ εἶναι ἐκ τοῦ διάγω, ὁδηγός, ὅπερ ἁρμόζει πρὸς τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ἑρμοῦ παρ’ Ὁμ. (πρβλ. ἐριούνης), ὡς ἐν Ἰλ. Ε. 390 (ἔνθα ἐλευθεροῖ τὸν Ἄρη), Ω. 339 (ἔνθα ὁδηγεῖ τὸν Πρίαμον πρὸς τὸν Ἀχιλλέα), Ὀδ. Α. 84 (ὅπου ἐλευθεροῖ τὸν Ὀδυσσέα), Λ. 625 (ἔνθα ὁδηγεῖ τὸν Ἡρακλέα ἀπὸ τοῦ ᾍδου). Ἀλλ’ ὅμως κοινῶς ἑρμηνεύεται: ὁ ἄγγελος, ὁ διάκονος τοῦ Διός, = ὁ διάγων τὰς ἀγγελίας· ἀλλὰ τοιοῦτον ὑπούργημα οὐδαμοῦ τῆς Ἰλιάδος ἀποδίδοται εἰς αὐτόν, οὐδὲ ἀναγκαίως έν τῇ Ὀδυσ. ἴδε Nitzsch εἰς Α. 84· ἀλλ’ ὑπάρχει ἔτι ὀλιγώτερον κῦρος διὰ τὴν ἑρμηνείαν: ὁ διάγων τὰς ψυχὰς (Ἐτυμ. Μ. 268.20), ἣν ἀποδέχεται ὁ Λουκ. Ἐπισκ. 1, ἔνθα ὁ Χάρων καλεῖ τὸν Ἑρμῆν ἑαυτοῦ συνδιάκτορον (πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 140, ἔνθα τὸ διάγειν κεῖται ἐπὶ τοῦ Χάρωνος). - Ὁ Βουττμ. θεωρεῖ τὴν λέξιν ἁπλῶς ὡς ἄλλον τύπον τοῦ διάκονος, ὃ ἴδε. - Μεταγεν. συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν τὴν λέξ. ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, διάκονος, ὑπηρέτης, θεράπων, ὡς Καλλ. Ἀποσπ. 164, ἐπὶ τῆς γλαυκός, τοῦ τῆς Ἀθηνᾶς πτηνοῦ· Ἀνθ. Π. 7.161, ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ τοῦ Διός· ὁ Λουκ. Ἀλεξ. 33 ὀνομάζει ποιητὴν πολέμων δ.· ὁ δὲ Νόνν. μεταχειρίζεται καὶ ὡς οὐδέτ. ἐπίθ., διάκτορα δηϊοτῆτος ἔγχεα Δ. 39.82.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: surname of Hermes (Hom.); by later poets, who understood it as messenger, also used from Iris, Athena, the Eagle of Zeus etc. (Call.); finally also as adjective (διάκτορα ... ἔγχεα Nonn.). Sec. διάκτωρ (AP, H.; cf. διάκων = διάκονος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The meaning was early lost; by A. Pr. 941 used as διάκονος, later simply interpreted as messenger: ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰς ἀγγελίας H., who however adds: η οἷον διατόρως καὶ σαφῶς διαλεγόμενος. - Acc. to Bechtel Lex. with Fick and Solmsen as διά-κτορος to κτέρας: "one who disposes of treasure" (?); Östergaard Hermes 37, 333ff. takes it as god of death to κτέρες νεκροί H., but this is prob. a guess by grammarians, to explain κτέρεα as honours of the dead(Solmsen IF 3, 98). Objections by Thieme Studien 52f., who analyzes *δια-ακτ-τορος "transmitting to the other side [of Persephoneia]"; "mehr kühn als überzeugend" (Frisk).
Middle Liddell
διάκτορος, ὁ, [Perh. akin to διάκονος.]
epithet of Hermes, the Messenger or Minister of Zeus, Hom.
Frisk Etymology German
διάκτορος: {diáktoros}
Grammar: m.
Meaning: ep. Beiwort des Hermes (Hom. usw.); von späten Dichtern, die es als Bote verstanden, auch auf Iris, Athena, den Adler des Zeus usw. übertragen (Kall., AP, Nonn. u. a.); zuletzt auch als Adjektiv gebraucht (διάκτορα ... ἔγχεα Nonn.). Sekundär διάκτωρ (AP, H.; vgl. διάκων = διάκονος).
Etymology: Bedeutung schon früh nicht mehr bekannt; von A. Pr. 941 als διάκονος, später gewöhnlich als Bote aufgefaßt: ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰς ἀγγελίας H., der indessen hinzufügt: ἢ οἷον διατόρως καὶ σαφῶς διαλεγόμενος. — Die Modernen sind kaum erfolgreicher gewesen: nach Bechtel Lex. mit Fick und Solmsen als διάκτορος zu κτέρας: "einer, der gründlich über Schätze verfügt" (?); nach Östergaard Hermes 37, 333ff. als Todesgott zu κτέρες· νεκροί H., das aber unzweifelhaft eine Grammatikererfindung ist, um κτέρεα im Sinn von Totenverehrung zu erklären (Solmsen IF 3, 98). Dagegen nach Thieme Studien 52f. aus *διαακττορος "hinüber zum Ufer [der Persephoneia] überqueren lassend"; mehr kühn als überzeugend.
Page 1,385-386