διεκπλώω

Revision as of 18:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v. διεκπλέω.

German (Pape)

[Seite 618] ion. = διεκπλέω, Her. 2, 29 u. öfter, durchsegeln.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπλώω: ἴδε ἐν λ. διεκπλέω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. διεκπλέω.

Spanish (DGE)

v. διεκπλέω.

Greek Monotonic

διεκπλώω: Ιων. αντί δι-εκπλέω.

Russian (Dvoretsky)

διεκπλώω: ион. = διεκπλέω.