διεκπλώω
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
v. διεκπλέω.
Spanish (DGE)
v. διεκπλέω.
German (Pape)
[Seite 618] ion. = διεκπλέω, Her. 2, 29 u. öfter, durchsegeln.
French (Bailly abrégé)
ion. c. διεκπλέω.
Russian (Dvoretsky)
διεκπλώω: ион. = διεκπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπλώω: ἴδε ἐν λ. διεκπλέω.
Greek Monotonic
διεκπλώω: Ιων. αντί δι-εκπλέω.