εκπλέω

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκπλέω)
αποπλέω
αρχ.
1. παραπλέω («ἀλλ' ὅτε πέτρας πληγάδας ἐξέπλωμεν», Απολλ. Ρόδ.)
2. διαπλέω
3. αποπλέοντας αποφεύγω κάτι.