διανίσταμαι

Revision as of 18:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek Monotonic

διανίστᾰμαι: Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· στέκομαι σε απόσταση, στέκομαι μακριά από, απομακρύνομαι, αποκόβομαι από, τινος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διανίστᾰμαι: (aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)
1) подниматься, вставать (νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.);
2) устремляться навстречу (ἐπὶ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.);
3) отклоняться, уклоняться: τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς Thuc. пожертвовав очевидными преимуществами.