διόβολος

Revision as of 18:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé par Zeus.
Étymologie: Διός, gén. de Ζεύς, βάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
procedente de Zeus, enviado por Zeus κτύπος S.OC 1464, πλῆκτρον E.Alc.128.

Greek Monolingual

διόβολος, -ον (Α)
(για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -βολος < βάλλω].

Russian (Dvoretsky)

διόβολος: брошенный Зевсом (πλᾶκτρον πυρὸς κεραυνίου Eur.): κτύπος δ. Soph. гром, ниспосланный Зевсом.