διόβολος
From LSJ
English (LSJ)
διόβολον, = διόβλητος 1, of the thunderbolt, κτύπος S. OC 1464 (lyr.), E. Alc. 128 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
procedente de Zeus, enviado por Zeus κτύπος S.OC 1464, πλῆκτρον E.Alc.128.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lancé par Zeus.
Étymologie: Διός, gén. de Ζεύς, βάλλω.
Greek Monolingual
διόβολος, -ον (Α)
(για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -βολος < βάλλω].
Russian (Dvoretsky)
διόβολος: брошенный Зевсом (πλᾶκτρον πυρὸς κεραυνίου Eur.): κτύπος δ. Soph. гром, ниспосланный Зевсом.
German (Pape)
vom Zeus, d.i. vom Blitze getroffen; κτύπος, Donner, Soph. O.C. 1463; πλᾶκτρον πυρός Eur. Alc. 128.