δρύοψ

Revision as of 18:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[ῠ], οπος, ὁ, a kind of

   A woodpecker, Ar.Av.304.

German (Pape)

[Seite 669] οπος, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 304.

Greek (Liddell-Scott)

δρύοψ: -οπος, εἶδος ξυλοφαγᾶ διαφόρου τοῦ γνωστοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
sorte d’oiseau LSJ, pic-vert Chantraine.
Étymologie: DELG δρῦς.

Greek Monolingual

δρύοψ, ο (Α)
μικρό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη.

Greek Monotonic

δρύοψ: -οπος, ὁ, είδος τρυποκάρυδου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δρύοψ: οπος ὁ дриоп (предполож. разновидность дятла) Arph.