δυσμίμητος

Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A hard to imitate, D.S.1.61, Luc.Alex.20, CIG3187 (Smyrna); τὸ δ. Plu.Cat.Mi.8: Sup., Anon. Oxy. 1012ii34.

German (Pape)

[Seite 684] schwer nachzuahmen; σφραγῖδες Luc. Alex. 20; Plut. Cat. min. 8; D. Sic. 1, 61.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμίμητος: [ῑ], -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ μιμηθῇ τις, Διόδ. 1. 61, Λουκ. Ἀλεξ. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 3187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à imiter, à contrefaire.
Étymologie: δυσ-, μιμέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de imitar, difícil de reproducirdel estilo de Lisias, Plu.2.836b, cf. Anon. en POxy.1012A.2.34, una fisionomía por pintores o escultores, Plu.Demetr.2, λαβύρινθον ... πρὸς τὴν φιλοτεχνίαν δυσμίμητον D.S.1.61
difícil de falsificar σφραγίς Luc.Alex.20
subst. τὸ δ. c. gen. subj. τὸ δ. αὐτῶν la dificultad que tenían para imitarla (una conducta), Plu.Cat.Mi.8, c. gen. obj. τὸ δ. ἠθῶν ISmyrna 591.12 (I d.C.).
2 difícil de representar en el teatro ἡ δὲ πρᾶξις δυσμιμητοτέρα τοῦ πάθους la acción es menos apta para ser representada que el sentimiento Anon.Trag.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσμίμητος, -ον)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να μιμηθεί κανείς.

Greek Monotonic

δυσμίμητος: -ον (μῑμέομαι), δύσκολος ως προς τη μίμηση, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμίμητος: (ῑ) которому трудно подражать, неподражаемый, неповторимый (ἡρωϊκή τις ἐπιφάνεια Plut.; φιλοτεχνία Diod.; σφραγῖδες Luc.).